φουφού

φουφού
η жаровня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φουφού" в других словарях:

  • φουφού — φουφού, η και φουβού, η και φουγού, η πληθ. ούδες (λ. τουρκ.), κινητό μαγκάλι από λαμαρίνα και πηλό με τρία ή τέσσερα πόδια, χρήσιμο για μαγείρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουφού — και φουβού και φουγού, η, Ν φορητό μαγκάλι για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fufu < ελλ. φουβού < φουγού < βεν. fogo «φωτιά»] …   Dictionary of Greek

  • εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… …   Dictionary of Greek

  • πύραυνος — ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού αρχ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • φουβού — η, Ν (διαλ. τ.) βλ. φουφού …   Dictionary of Greek

  • φουγού — η, Ν (διαλ. τ.) βλ. φουφού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»